φιλοτέχνου

φιλοτέχνου
φιλότεχνος
fond of
masc/fem/neut gen sg
φιλοτέχνης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βακενρόντερ, Βίλχελμ Χάινριχ — (Wilhelm Heinrich Wackenroder, Βερολίνο 1773 – 1798). Γερμανός συγγραφέας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, σπούδασε στο Ερλάνγκεν και στο Γκέτινγκεν. Μαζί με τον Τικ, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, επεχείρησε ένα είδος πνευματικού προσκυνήματος σε… …   Dictionary of Greek

  • Λι Πο ή Λι Τάι-πο — (Τουρκεστάν 701 – 762). Κινέζος ποιητής. Άκμασε κατά τη δυναστεία των Τ’ανγκ, δηλαδή στην πιο ανθηρή περίοδο της κινεζικής ποίησης. Γεννήθηκε στο Τουρκεστάν της κεντρικής Ασίας που τότε ήταν κινεζικό έδαφος, από εξόριστη κινεζική οικογένεια.… …   Dictionary of Greek

  • Μάκιντος, Τσαρλς Ρένι — (Charles Rennie Mackintosh, Γλασκόβη 1868 – Λονδίνο 1928). Βρετανός αρχιτέκτονας και μορφολόγος σχεδιαστής. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Από το 1885 έως το 1889 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γλασκόβης και σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”